ΛΕΓΡΑΙΝΑ 02-02-18
Στα παιδικά μου χρόνια ο
κακοποιός της γειτονιάς ήτανε ο κλεφτοκοτάς κι όταν «χτυπούσε» το γεγονός
κουβεντιαζόταν μέρες μέχρις ότου ένα άλλο περιστατικό το ξεθωριάσει. Θυμάμαι ένα πρωινό, όταν ο
χωμάτινος δρόμος μας στην Καλλιθέα γέμιζε
μαθητές με ρότα τα σχολεία, ξαφνικά φανερώθηκε λαχανιασμένος, εξουθενωμένος σχεδόν,
ένας άντρας με τραγιάσκα,
βαστώντας δύο κοτόπουλα απ’ τα πόδια που κακάριζαν μεγεθύνοντας τον πανικό κι από πίσω του ένα σμάρι άνδρες να τον κυνηγούν, βλαστημώντας και απειλώντας. Εμείς σχεδόν παλικαρόπουλα τότε, του φράξαμε το δρόμο και τον παραδώσαμε στους αγανακτισμένους νοικοκύρηδες! Θεέ μου, ποτέ δεν θα ξεχάσω την απελπισία που ζωγραφίστηκε στα μάτια του όταν το βλέμμα του καρφώθηκε στα δικά μου. Και τί δεν μου είπε σε χιλιοστά του δευτερολέπτου! Χωρίς να καλοσκεφτώ, με απίθανη ορμή κάνοντας την σάκα μου καταπέλτη, χίμηξα κι ελευθέρωσα τον « κακούργο της εποχής», εισπράττοντας βέβαια δικαιολογημένα, το καθιερωμένο καρπαζομπούλιγκ! Μέσα μου από τότε γεννήθηκε μια απορία, πώς οι δικαστές απονέμουν δικαιοσύνη; Πώς μοιράζουν τις ποινές, πώς δαμάζουν τα συναισθήματά τους; Το γεγονός αυτό επηρέασε τη νιότη μου και βρέθηκα αρκετές φορές στα δικαστήρια, ανιχνεύοντας τις καρδιές των δικαστών που μ’ έκαναν να σμιλέψω τον χαρακτήρα μου και να φωλιάσει μέσα μου το αίσθημα της δικαιοσύνης! Συνάντησα δικαστές αγέρωχους, παγερούς, με βλέμμα που πλανιόταν στο χάος, που πριν ακόμα απολογηθούν οι ένοχοι, μοίραζαν σκληρές ποινές με απέραντη ευκολία, αρκεί να καταγράφονταν στον ποινικό κώδικα. Κι άλλους πάλι , που βασάνιζαν τον εαυτό τους πριν ξεστομίσουν την καταδικαστική ποινή. Είδα δικαστές να σκύβουν απ’ την έδρα και να ρωτάνε με νιάσιμο, πού ζούσε ο κατηγορούμενος, αν είχε παιδιά, τί δουλειά έκανε, αν είχε γονείς, και αν δεν είχε, σε ποιά ηλικία τους έχασε και βέβαια τελευταία τον λόγο που τον οδήγησε στο έγκλημα! Είδα δικαστή δακρυσμένο κι άλλον πάλι που σχεδόν απολογιόταν για την ποινή που επέβαλε! Βεβαίως και δικαστή χαιρέκακο που έριχνε την πιο βαριά ποινή που επέτρεπε ο νόμος, ικανοποιώντας τα μοχθηρά του ένστικτα! Συγκρίνοντας τα σημερινά εγκλήματα που τα περισσότερα κρύβουν σαδισμό, εκδίκηση και βαρβαρότητα, αναλογίζομαι πώς θ ’αντιδρούσε ο ευαίσθητος δικαστής μου; Τί συμπόνια να δείξει στον μαντράχαλο που στραγγαλίζει για είκοσι ευρώ ή καίει το γερασμένο αδύναμο θύμα του για να μάθει πού κρύβει τη σύνταξή του; Σε πολύ βαθειά νερά βυθίστηκα αναλογιζόμενος το μέτρο της ευαισθησίας μου! Άραγε, θ’ άντεχα κάποτε να ξεπεράσω την οργή και την οδύνη για ένα κορμάκι μωρού πού ξέβρασε η θάλασσα; Έλα όμως που κολλητά στις ειδήσεις έλεγαν πώς τώρα ξεβράστηκαν επτά κορμάκια μωρών και κατόπιν δεκαεπτά! Για τους μεγάλους δε πονώ πια, δεν κλαίω μέσα μου, δεν μαραζώνω! Έγινε ρουτίνα το πνίξιμο των απελπισμένων ανθρώπων που τόλμησαν να ελπίσουν πως θα μπορούσαν… ίσως και να ζήσουν! Πόσο σκλήρυνε η ψυχή μου!
βαστώντας δύο κοτόπουλα απ’ τα πόδια που κακάριζαν μεγεθύνοντας τον πανικό κι από πίσω του ένα σμάρι άνδρες να τον κυνηγούν, βλαστημώντας και απειλώντας. Εμείς σχεδόν παλικαρόπουλα τότε, του φράξαμε το δρόμο και τον παραδώσαμε στους αγανακτισμένους νοικοκύρηδες! Θεέ μου, ποτέ δεν θα ξεχάσω την απελπισία που ζωγραφίστηκε στα μάτια του όταν το βλέμμα του καρφώθηκε στα δικά μου. Και τί δεν μου είπε σε χιλιοστά του δευτερολέπτου! Χωρίς να καλοσκεφτώ, με απίθανη ορμή κάνοντας την σάκα μου καταπέλτη, χίμηξα κι ελευθέρωσα τον « κακούργο της εποχής», εισπράττοντας βέβαια δικαιολογημένα, το καθιερωμένο καρπαζομπούλιγκ! Μέσα μου από τότε γεννήθηκε μια απορία, πώς οι δικαστές απονέμουν δικαιοσύνη; Πώς μοιράζουν τις ποινές, πώς δαμάζουν τα συναισθήματά τους; Το γεγονός αυτό επηρέασε τη νιότη μου και βρέθηκα αρκετές φορές στα δικαστήρια, ανιχνεύοντας τις καρδιές των δικαστών που μ’ έκαναν να σμιλέψω τον χαρακτήρα μου και να φωλιάσει μέσα μου το αίσθημα της δικαιοσύνης! Συνάντησα δικαστές αγέρωχους, παγερούς, με βλέμμα που πλανιόταν στο χάος, που πριν ακόμα απολογηθούν οι ένοχοι, μοίραζαν σκληρές ποινές με απέραντη ευκολία, αρκεί να καταγράφονταν στον ποινικό κώδικα. Κι άλλους πάλι , που βασάνιζαν τον εαυτό τους πριν ξεστομίσουν την καταδικαστική ποινή. Είδα δικαστές να σκύβουν απ’ την έδρα και να ρωτάνε με νιάσιμο, πού ζούσε ο κατηγορούμενος, αν είχε παιδιά, τί δουλειά έκανε, αν είχε γονείς, και αν δεν είχε, σε ποιά ηλικία τους έχασε και βέβαια τελευταία τον λόγο που τον οδήγησε στο έγκλημα! Είδα δικαστή δακρυσμένο κι άλλον πάλι που σχεδόν απολογιόταν για την ποινή που επέβαλε! Βεβαίως και δικαστή χαιρέκακο που έριχνε την πιο βαριά ποινή που επέτρεπε ο νόμος, ικανοποιώντας τα μοχθηρά του ένστικτα! Συγκρίνοντας τα σημερινά εγκλήματα που τα περισσότερα κρύβουν σαδισμό, εκδίκηση και βαρβαρότητα, αναλογίζομαι πώς θ ’αντιδρούσε ο ευαίσθητος δικαστής μου; Τί συμπόνια να δείξει στον μαντράχαλο που στραγγαλίζει για είκοσι ευρώ ή καίει το γερασμένο αδύναμο θύμα του για να μάθει πού κρύβει τη σύνταξή του; Σε πολύ βαθειά νερά βυθίστηκα αναλογιζόμενος το μέτρο της ευαισθησίας μου! Άραγε, θ’ άντεχα κάποτε να ξεπεράσω την οργή και την οδύνη για ένα κορμάκι μωρού πού ξέβρασε η θάλασσα; Έλα όμως που κολλητά στις ειδήσεις έλεγαν πώς τώρα ξεβράστηκαν επτά κορμάκια μωρών και κατόπιν δεκαεπτά! Για τους μεγάλους δε πονώ πια, δεν κλαίω μέσα μου, δεν μαραζώνω! Έγινε ρουτίνα το πνίξιμο των απελπισμένων ανθρώπων που τόλμησαν να ελπίσουν πως θα μπορούσαν… ίσως και να ζήσουν! Πόσο σκλήρυνε η ψυχή μου!
ΓΙΑΝ.ΒΕΛ
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε ελεύθερα την άποψή σας !