ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
ΣΤΗ ΣΚΑΛΑ
Όσο περνούν τα
χρόνια δύσκολα καταλαβαίνει κανείς την
φθορά του νου και του σώματος, γι αυτό κι εγώ βρέθηκα
κάτω απ’ τη μεγάλη σκάλα του κήπου -συντροφιά μου πάνω από τριάντα χρόνια! Με το καπελάκι μου, τα
σπορτίβ παπούτσια και την φόρμα εργασίας,
με τα γυαλιά προστασίας, τρομάρα μου, καμαρωτός, κεφάτος ετοιμάζομαι να κλαδέψω τον εντυπωσιακό μου σκίνο, καμάρι της αυλής μου, που με περιμένει ατέλειωτα χρόνια υπομονετικά κάθε Φλεβάρη
να του κάνω τ΄ απαραίτητο ρετούς.
Πιστός πάντοτε στις παραδόσεις, στις φιλίες και τις υποχρεώσεις μου, ξεκίνησα, λησμονώντας τα χρόνια μου, να κάνω το ετήσιο καθήκον μου. Ένα κλάδεμα, δηλαδή, που μόνο εγώ γνωρίζω! Φουντωτός, καταπράσινος, με την μεθυστική μοσχοβολιά του, με καλωσόρισε απ’ την ώρα της προετοιμασίας. Στημένο λοιπόν δίπλα του το βοηθητικό τραπεζάκι, με τ’ απαραίτητα εργαλεία. Γυριστό κλαδευτικό πριόνι, δύο ειδών κλαδευτήρια, πετρέλαιο και μηχανόλαδο για να γλιστρά το πριόνι, και το βαρύ πυροβολικό, το φλύαρο αλυσοπρίονο! Όλα είναι έτοιμα για δράση. Τελευταία προσθήκη στο σκηνικό η τοποθέτηση της μεγάλης πτυσσόμενης σκάλας. Βέβαια, πρέπει να ομολογήσω ότι την πίκρανα λιγουλάκι που δεν την μετέφερα μόνος αυτή τη φορά, και ζήτησα βοήθεια από τη Ράνια, την εγγονή μου. Αυτή δεν έδειξε και ιδιαίτερη προθυμία! Ανησυχούσε για το εγχείρημα! Με κατεβασμένα τα μούτρα και μασουλώντας τις πικρές της λέξεις, έβαλε πλάτη για το κουβάλημα της σκάλας. Χαρούμενος και κορδωμένος στο ηλιόλουστο πρωινό, σιγοτραγουδούσα την «Ρεζεντά», πού την θυμήθηκα; Βλοσυρή και σκυθρωπή εκείνη, σιγομουρμούριζε το τροπάριο της Μεγάλης Παρασκευής, πού το θυμήθηκε; Έσπρωχνε λοιπόν τη σκάλα, καταφανώς φουρκισμένη με τα καμώματά μου, μέχρι τις ρίζες του σκίνου. Και τώρα, στο βασίλειό μου, δεν χρειαζόμουν τίποτα και κανένα. Απαλλάσσοντας την βοηθό μου απ’ τα αγροτικά της καθήκοντα στάθηκα κάτω από τη σκάλα. Γυρνώντας το βλέμμα προς τ’ απάνω μου φάνηκε κομμάτι ψηλότερη τούτη τη φορά, έτσι τουλάχιστον ένοιωσα. Χωρίς χρονοτριβή πατάω στο πρώτο σκαλοπάτι και γεύομαι την ζωηράδα και τη λεβεντιά μου! Ούτε που κατάλαβα πώς ανέβηκα στο τελευταίο μήτε και πώς προσγειώθηκα κατάχαμα πάνω στον δεξί μου ώμο! Ταπεινωμένος και προδομένος ανασηκώθηκα κι άρχισα να κάνω καταγραφή της ζημιάς. Κεφάλι ανέπαφο, αριστερό πόδι γερό, αριστερό χέρι αμούδιαστο, δεξί πόδι απρόσβλητο, κορμός στητός και λυγερός, πλευρά και τα 24 ανέπαφα, όλα στη θέση τους! Πάμε πάρα κάτω, τί έμεινε; Το δεξί χέρι. Δάχτυλα ευκίνητα ντελικάτα για πιάνο, χωρίς πόνο στο ανοιγόκλειμα της χούφτας, βραχίονας σταθερός, ντούρος, ωμοπλάτη κάπως σκυθρωπή, ζήτησε το χάδι μου. Επιστρατεύω το αριστερό μου χέρι για βοήθεια κι αρχίζω απαλά να την θωπεύω και να την κανακεύω. Δεν μου παραπονέθηκε ούτε όμως κι ανταποκρίθηκε. Την ξανατρίβω στοργικά, αυτή όμως βουβή σε κάθε μου τρυφεράδα. Ο πόνος, βέβαια, σφάχτης, σαν λαβωματιά από ακόνιστο μαχαίρι! Προβληματισμένος και ικανοποιημένος συνάμα με το μέγεθος της ζημιάς, καταμέτρησα την απώλεια της επιχείρησης: «ΑΝΕΜΟΔΑΡΜΕΝΑ ΥΨΗ ». Τελικά κατέληξα πως μόνο ο δεξιός ώμος ήταν τραυματισμένος, με λίγο μπλαβιασμένο μπράτσο. Πάλι καλά αν σκεφτεί κανείς ότι το πέσιμο ήταν από ύψος τριών μέτρων! Δόξα το θεό, λοιπόν, και πάμε για άλλα! Το τι μου έσουραν η εγγονή μου και η ορθοπεδικός είναι προσωπικά δεδομένα κι όχι προς δημοσίευση! Με το δεξί χέρι πλέον στον νάρθηκα, κάνω μια τελευταία βαθειά υπόκλιση, πριν κλείσει η αυλαία κι αποτείνω ύστατο αποχαιρετισμό στην λεβεντιά μου και τη σκάλα μου!
Πιστός πάντοτε στις παραδόσεις, στις φιλίες και τις υποχρεώσεις μου, ξεκίνησα, λησμονώντας τα χρόνια μου, να κάνω το ετήσιο καθήκον μου. Ένα κλάδεμα, δηλαδή, που μόνο εγώ γνωρίζω! Φουντωτός, καταπράσινος, με την μεθυστική μοσχοβολιά του, με καλωσόρισε απ’ την ώρα της προετοιμασίας. Στημένο λοιπόν δίπλα του το βοηθητικό τραπεζάκι, με τ’ απαραίτητα εργαλεία. Γυριστό κλαδευτικό πριόνι, δύο ειδών κλαδευτήρια, πετρέλαιο και μηχανόλαδο για να γλιστρά το πριόνι, και το βαρύ πυροβολικό, το φλύαρο αλυσοπρίονο! Όλα είναι έτοιμα για δράση. Τελευταία προσθήκη στο σκηνικό η τοποθέτηση της μεγάλης πτυσσόμενης σκάλας. Βέβαια, πρέπει να ομολογήσω ότι την πίκρανα λιγουλάκι που δεν την μετέφερα μόνος αυτή τη φορά, και ζήτησα βοήθεια από τη Ράνια, την εγγονή μου. Αυτή δεν έδειξε και ιδιαίτερη προθυμία! Ανησυχούσε για το εγχείρημα! Με κατεβασμένα τα μούτρα και μασουλώντας τις πικρές της λέξεις, έβαλε πλάτη για το κουβάλημα της σκάλας. Χαρούμενος και κορδωμένος στο ηλιόλουστο πρωινό, σιγοτραγουδούσα την «Ρεζεντά», πού την θυμήθηκα; Βλοσυρή και σκυθρωπή εκείνη, σιγομουρμούριζε το τροπάριο της Μεγάλης Παρασκευής, πού το θυμήθηκε; Έσπρωχνε λοιπόν τη σκάλα, καταφανώς φουρκισμένη με τα καμώματά μου, μέχρι τις ρίζες του σκίνου. Και τώρα, στο βασίλειό μου, δεν χρειαζόμουν τίποτα και κανένα. Απαλλάσσοντας την βοηθό μου απ’ τα αγροτικά της καθήκοντα στάθηκα κάτω από τη σκάλα. Γυρνώντας το βλέμμα προς τ’ απάνω μου φάνηκε κομμάτι ψηλότερη τούτη τη φορά, έτσι τουλάχιστον ένοιωσα. Χωρίς χρονοτριβή πατάω στο πρώτο σκαλοπάτι και γεύομαι την ζωηράδα και τη λεβεντιά μου! Ούτε που κατάλαβα πώς ανέβηκα στο τελευταίο μήτε και πώς προσγειώθηκα κατάχαμα πάνω στον δεξί μου ώμο! Ταπεινωμένος και προδομένος ανασηκώθηκα κι άρχισα να κάνω καταγραφή της ζημιάς. Κεφάλι ανέπαφο, αριστερό πόδι γερό, αριστερό χέρι αμούδιαστο, δεξί πόδι απρόσβλητο, κορμός στητός και λυγερός, πλευρά και τα 24 ανέπαφα, όλα στη θέση τους! Πάμε πάρα κάτω, τί έμεινε; Το δεξί χέρι. Δάχτυλα ευκίνητα ντελικάτα για πιάνο, χωρίς πόνο στο ανοιγόκλειμα της χούφτας, βραχίονας σταθερός, ντούρος, ωμοπλάτη κάπως σκυθρωπή, ζήτησε το χάδι μου. Επιστρατεύω το αριστερό μου χέρι για βοήθεια κι αρχίζω απαλά να την θωπεύω και να την κανακεύω. Δεν μου παραπονέθηκε ούτε όμως κι ανταποκρίθηκε. Την ξανατρίβω στοργικά, αυτή όμως βουβή σε κάθε μου τρυφεράδα. Ο πόνος, βέβαια, σφάχτης, σαν λαβωματιά από ακόνιστο μαχαίρι! Προβληματισμένος και ικανοποιημένος συνάμα με το μέγεθος της ζημιάς, καταμέτρησα την απώλεια της επιχείρησης: «ΑΝΕΜΟΔΑΡΜΕΝΑ ΥΨΗ ». Τελικά κατέληξα πως μόνο ο δεξιός ώμος ήταν τραυματισμένος, με λίγο μπλαβιασμένο μπράτσο. Πάλι καλά αν σκεφτεί κανείς ότι το πέσιμο ήταν από ύψος τριών μέτρων! Δόξα το θεό, λοιπόν, και πάμε για άλλα! Το τι μου έσουραν η εγγονή μου και η ορθοπεδικός είναι προσωπικά δεδομένα κι όχι προς δημοσίευση! Με το δεξί χέρι πλέον στον νάρθηκα, κάνω μια τελευταία βαθειά υπόκλιση, πριν κλείσει η αυλαία κι αποτείνω ύστατο αποχαιρετισμό στην λεβεντιά μου και τη σκάλα μου!
ΓΙΑΝΝΗΣ
ΒΕΛΙΩΤΗΣ
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε ελεύθερα την άποψή σας !